Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοβοπάν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοβοπάν το [novopán] Ο (άκλ.) : υλικό που είναι προϊόν ειδικής κατεργα σίας διάφορων φυτικών απορριμμάτων και που το χρησιμοποιούν αντί για φυσικό ξύλο: Πλάκες από ~.

[ίσως γαλλ. novo- (< λατ. novus `καινούριος΄) + pan(neau) `ενωμένες λεπτές σανίδες΄, σήμα κατατ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες