Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοβοπάν το [novopán] Ο (άκλ.) : υλικό που είναι προϊόν ειδικής κατεργα σίας διάφορων φυτικών απορριμμάτων και που το χρησιμοποιούν αντί για φυσικό ξύλο: Πλάκες από ~.
[ίσως γαλλ. novo- (< λατ. novus `καινούριος΄) + pan(neau) `ενωμένες λεπτές σανίδες΄, σήμα κατατ.(;)]



