Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοήμονας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοήμονας [noímonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : νοήμων. || (ως ουσ.) ο νοήμονας.

[λόγ. < αρχ. νοήμων, αιτ. -ονα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες