Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νιόπαντρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόπαντρος -η -ο [nópandros] Ε5 : που παντρεύτηκε μόλις ή πρόσφατα· νεόνυμφος: H νιόπαντρη γυναίκα. Tο νιόπαντρο ζευγάρι, οι νιόπαντροι. || (ως ουσ.) ο νιόπαντρος, θηλ. νιόπαντρη: Οι νιόπαντροι πήγαν ταξίδι του μέλιτος.

[νιο- + παντρ(ειά) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go