Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιόνυφη η [nónifi] Ο32 : (λαϊκότρ.) η νιόπαντρη, η νεόνυμφη.
[μσν. νεόνυμφη < νέ(ος) -ο- + νύμφη με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά τα νιος, νια και αποβ. του [m] πριν από [f] κατά το νύφη]



