Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιόγαμπρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόγαμπρος ο [nóγambros] Ο20 : (λαϊκότρ.) ο νιόπαντρος, ο νεόνυμφος.

[μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες