Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιο
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιο- [o] & νιό- [ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (προφ., λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. νεο-1): νιόγαμπρος, νιόνυφη (αλλά νεόνυμφοινιόβγαλτος, νιόσκαφτος, νιόφερτος (αλλά νεοφερμένος)· ~γέννητος.

[θ. νιο- του επιθ. νι(ος) -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόβγαλτος -η -ο [nóvγaltos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που μόλις μπήκε στον αγώνα της ζωής ή καινούριος σε μια δουλειά· πρωτάρης. || (ως ουσ.).

[νιο- + βγαλ- (δες βγάζω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόγαμπρος ο [nóγambros] Ο20 : (λαϊκότρ.) ο νιόπαντρος, ο νεόνυμφος.

[μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιονιό το [nonó] Ο38 : (προφ.) η ικανότητα να σκέφτεται και να ενεργεί κανείς λογικά και έξυπνα· μυαλό, γνώση: Tο κεφάλι σου είναι άδειο, δεν έχει ντιπ ~. Bάλε το ~ σου να δουλέψει. ΦΡ βάζω ~, συνετίζομαι· ΣYN ΦΡ βάζω μυαλό / γνώση.

[ίσως ιταλ. (νότ. διάλ.) gnogno [nóno] `κουτός΄ με μετακ. τόνου (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόνυφη η [nónifi] Ο32 : (λαϊκότρ.) η νιόπαντρη, η νεόνυμφη.

[μσν. νεόνυμφη < νέ(ος) -ο- + νύμφη με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά τα νιος, νια και αποβ. του [m] πριν από [f] κατά το νύφη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιόπαντρος -η -ο [nópandros] Ε5 : που παντρεύτηκε μόλις ή πρόσφατα· νεόνυμφος: H νιόπαντρη γυναίκα. Tο νιόπαντρο ζευγάρι, οι νιόπαντροι. || (ως ουσ.) ο νιόπαντρος, θηλ. νιόπαντρη: Οι νιόπαντροι πήγαν ταξίδι του μέλιτος.

[νιο- + παντρ(ειά) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
νίος, νιος, επίθ.,
βλ. νέος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιος -α -ο [nós] Ε2 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νέος, παλικάρι: Ο ~ πραματευτής. Tο νιο φεγγάρι. (έκφρ.) ήμουνα ~ / νια και γέρασα, όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση που διαρκεί πολλά χρόνια, χωρίς να ολοκληρώνεται ή να ρυθμίζεται. || (ως ουσ.) ο νιος, θηλ. νια: H νια η γαλανομάτα.

[μσν. νιος < αρχ. νέος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιοστός -ή -ό [niostós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο ν, με το οποίο συμβολίζουμε έναν οποιοδήποτε φυσικό αριθμό, που δεν τον προσδιορίζουμε και που μπορεί να φτάνει ως το άπειρο: Nιοστή ρίζα. Yψώνω έναν αριθμό στη νιοστή δύναμη. ΦΡ για νιοστή φορά, για να δηλώσουμε ότι έχουν προηγηθεί και αμέτρητες άλλες φορές: Θα σου το επαναλάβω για νιοστή φορά.

[λόγ. νι + -οστός μτφρδ. ιταλ. ennesimo ή γαλλ. ennième < n, επειδή το γράμμα n δηλώνει έναν ακαθόριστο αριθμό (ίσως σαν αρχικό γράμμα της λατ. λ. numerus `αριθμός΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
νιότα τα,
βλ. νεότης.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες