Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νινί
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νινί το [niní] Ο43 : (παιδ.) μωρό. || κούκλα που παριστάνει μωρό. νινάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *νινί (πρβ. μσν. νινάκι, ελνστ. νιννίον) λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νινίδα η [niníδa] Ο26 : κρούστα από σμήγμα που σχηματίζεται στο κεφάλι των βρεφών.

[νιν(ί) -ίδα κατά το κασίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
νινίτσιν το.
  • (Θωπευτ.) μωρό:
    • μικρόν νινίτσιν (Προδρ. I 194).

[<ουσ. νινί(ο)ν + κατάλ. ‑ίτσιν. Τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go