Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νινάκι το.
-
- (Θωπευτ.) μωρό:
- (Πιστ. βοσκ. IV 2, 14).
[<ουσ. νινί(ον) (νίννιον σε Γλωσσάρ., L‑S Suppl.· Steph., ‑ίον και σήμ. ‑ί) + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- (Θωπευτ.) μωρό:



