Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νικητήριος, επίθ.
-
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = νίκη:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 479).
[αρχ. επίθ. νικητήριος. Η λ. και σήμ.]
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = νίκη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νικητήριος -α -ο [nikitírios] Ε6 : που αναφέρεται στη νίκη ή που αναγγέλλει τη νίκη: Nικητήριο σάλπισμα. Nικητήριοι παιάνες. Nικητήριες ιαχές. || (ως ουσ.) τα νικητήρια, επινίκια.
[λόγ. < αρχ. νικητήριος, ουδ. πληθ. νικητήρια `επινίκια γιορτή΄]