Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιαούρισμα το [naúrizma] Ο49 : 1.η φωνή της γάτας. 2. (μειωτ., προφ.) για ομιλία ή για κλάμα που μοιάζει με τη φωνή της γάτας.
[νιαουρισ- (νιαουρίζω) -μα]



