Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιαουρίζω [naurízo] Ρ2.1α : 1.για γάτα που κάνει νιάου νιάου. 2. (μειωτ., προφ.) για άνθρωπο που μιλάει ή που κλαίει με συρτή και σιγανή φωνή.
[νιάου -ρίζω δηλωτικό ήχου, σύγκρ. γκαρίζω]



