Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιάτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιάτο το [náto] Ο39 : (προφ., ειρ.) νέος άνθρωπος: Έξαλλο ~.

[εν. < πληθ. νιάτα]

[Λεξικό Κριαρά]
νιατός ο.
  • Όργωμα:
    • Με χωριάτες πρέπει να λαλείς πράματα του νιατού, του σπόρου (Ξόμπλιν φ. 131).

[<αρχ. ουσ. νεατός. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. νεατός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες