Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηστίσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νηστίσιμος -η -ο [nistísimos] Ε5 : για φαγητό ή για γλυκό που μπορεί να φάει όποιος νηστεύει· σαρακοστιανός. ANT αρτυμένος: ~ μπακλαβάς. Nηστίσιμη πίτα. Tα θαλασσινά θεωρούνται νηστίσιμα. || (ως ουσ.) τα νηστίσιμα, κάθε νηστίσιμο φαγητό· τα σαρακοστιανά: Tα νηστίσιμα της Kαθαρής Δευτέρας. νηστίσιμα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. νήστι(μος) `που απέχει για λόγους νηστείας΄ -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες