Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νησίον το· νησί· νησίν· νησσίν· πληθ. νησά.
-
- 1)
- α) Νησί:
- το νησί της Κρήτης (Ερωτόκρ. Β́ 320)·
- β) (μεταφ.):
- Ω στήθος μ’ ομορφότατον, νησί πολλ’ ακριβόν μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1405]).
- α) Νησί:
- 2) (Εδώ γενικά για τα βόρεια παράλια της Μεσογείου και ειδικ. τα νησιά του Αιγαίου):
- νησιά των εθνών (Πεντ. Γέν. X 5).
- Ο τ. ‑ίν ως (και σε) τοπων.:
- (Σφρ., Χρον. 407)·
- Καλά Νησία (Πορτολ. Α 2114)·
- στον πληθ. νησά (= οι Κυκλάδες):
- (Στάθ. Γ́ 377).
[μτγν. ουσ. νησίον. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. νησσίν ιδιωμ. Ο πληθ. νησά και σήμ. κρητ.]
- 1)