Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηπιοβαπτισμός ο [nipiovaptizmós] Ο17 : (εκκλ.) το βάφτισμα σε βρεφι κή ή σε νηπιακή ηλικία.
[λόγ. νήπι(ον) -ο- + ελνστ. βαπτισμός `βάφτισμα΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. νήπι(ον) -ο- + ελνστ. βαπτισμός `βάφτισμα΄]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |