Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεύω [névo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κπ.· γνέφω.

[λόγ. < αρχ. νεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
νεύω· γνεύγω· γνεύω· γνέφω· εγνέφω· ινεύω· νεύγω· νέφω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Κάνω νεύμα, νόημα σε κάπ.:
        • γνέψε με με τα μάτια (Ερωτοπ. 458
      • β) ρωτώ κάπ. κ. κάνοντας νεύμα:
        • έγνευαν και τον πατέρα του τι θέλει (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ά 62
      • γ) παρακινώ, παραγγέλλω, προστάζω κάπ. γνέφοντάς του:
        • ένευγεν τους δήμιους ακόμη να του δώσουν (ενν. του χριστιανού) (Ιστ. Μαρκ. 282
      • δ) (μεταφ.) υπαγορεύω, επιβάλλω· δεσμεύω (ηθικά) κάπ.:
        • ταύτην σου την θυγατέραν … εις τον νουν μ’ ουδέν ινεύει ίνα ταύτην απολύσω (Ερμον. Η 119).
    • 2)
      • α) Στρέφω, κατευθύνω:
        • Νεύσας ουν την άμαξαν επορεύθη επάνω του υιού αυτού (Έκθ. χρον. 5120
      • β) (σε μεταφ.):
        • μέχρι τούδε στήσω τον λόγον τον ταχύδρομον, … ή μάλλον νεύσω το πτερόν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 63
      • γ) (μεταφ.):
        • νεύσον (ενν. Κύριε) εις την καρδίαν τους το φως της αληθείας (Ιστ. Βλαχ. 2709
      • δ) απομακρύνω·
        • (εδώ μεταφ.):
          • να γνέψει τον γιο σου από καταπόδου μου (Πεντ. Δευτ. VII 4).
    • 3) Παρατηρώ, εξετάζω:
      • τον τάφον κείνον … καλά να τονε γνέψω (Αλεξ. 2006).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Κλίνω το κεφάλι, σκύβω:
      • εκείνος κάτω ένευεν κι εστέναζεν (Απολλών. 182).
    • 2) Στρέφω το βλέμμα μου σε κάπ.·
      • (εδώ προκ. για το Θεό) δείχνω την εύνοιά μου αποδεχόμενος την προσφορά κάπ.:
        • έγνεψεν ο Κύριος προς τον Έβελ και προς το κανίσκι του (Πεντ. Γέν. IV 4).
    • 3) Κοιτώ, παρατηρώ προσεκτικά:
      • έγνεψε … και είδεν ότι δεν είναι ανήρ (Πεντ. Έξ. II 12).
    • 4)
      • α) Στρέφομαι, κατευθύνομαι:
        • μετά ολίγον διάβησαν, στην Σαραγούζαν γνέψαν (Αχέλ. 1883
      • β) διευθύνομαι· καταλύω κάπου:
        • οι γέροντες οι πονηροί … στοχάζονται πού γνέψαν (ενν. οι νέοι) (Χούμνου, Κοσμογ. 1096
      • γ) (μεταφ.) ακολουθώ, πιστεύω σε κ.:
        • μη γνέψετε προς τα είδωλα (Πεντ. Λευιτ. XIX 4
      • δ) επιστρέφω:
        • έγνεψεν ο Φαρώ και ήρτεν προς το σπίτι του (Πεντ. Έξ. VII 23
      • ε) αναχωρώ:
        • έγνεψαν από εκεί οι αθρώποι και εδιάβηκαν εις τη Σεδόμ (Πεντ. Γέν. XVIII 22
      • στ) (με την πρόθ. προς) ορμώ, επιτίθεμαι:
        • ως Αχιλλεύς μετά μανίας προς ένα μόνον νεύει (ενν. ο Μερκούριος) (Κορων., Μπούας 131).
    • 5) (Με την πρόθ. από) παρεκκλίνω, ξεφεύγω· παρακούω κάπ. ή κ.:
      • μη γνέψεις από όλα τα λόγια ος εγώ παραγγέλνω εσάς (Πεντ. Δευτ. XXVIII 14).

[αρχ. νεύω. Οι τ. νεύγω και γνεύω και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γνέφω). Ο τ. γνέφω (Somav.) και η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες