Παράλληλη αναζήτηση
28 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεύρο το [névro] Ο39 : I1.καθένας από τους λευκούς κυλινδρικούς σχηματισμούς που είτε ξεκινούν από το κεντρικό νευρικό σύστημα και μεταφέρουν την κίνηση στους μυς είτε καταλήγουν σ΄ αυτό και μεταφέρουν τα αισθητικά ή αισθητήρια ερεθίσματα από την περιφέρεια: Εγκεφαλικά / νωτιαία / κινητικά / αισθητικά νεύρα. Aκουστικό / οπτικό / οσφρητικό ~. Διακλαδώσεις / πλέγματα των νεύρων. 2. (λαϊκότρ.) τένοντας. 3. ίνα φυτού ή καρπού. II1. (πληθ.) οι ψυχικές και ψυχολογικές αντιδράσεις που προκαλούνται από το νευροφυτικό σύστημα ενός ατόμου: Έχω δυνατά / σιδερένια / ατσάλινα νεύρα. Έχω αδύνατα νεύρα. Yποφέρω από τα νεύρα μου, είμαι νευροπαθής. Tα νεύρα μου είναι τεντωμένα / κλονισμένα / σπασμένα / κουρέλια. ΦΡ κάποιος / κτ. μου δίνει / με χτυπάει στα νεύρα, με εκνευρίζει πολύ: Όταν τη βλέπω, μου δίνει στα νεύρα. Ο δυνατός θόρυβος / η συμπεριφορά του μου δίνει / με χτυπάει στα νεύρα. κάποιος / κτ. μου σπάει τα νεύρα, μου προκαλεί μεγάλον εκνευρισμό, νευρι κή υπερένταση: Aυτό το παιδί με τα προβλήματά του μου έχει σπάσει τα νεύρα. Έσπασαν τα νεύρα μου από την κούραση. πόλεμος νεύρων, σειρά από ενέργειες που έχουν σκοπό να εξαντλήσουν ηθικά και ψυχικά τον αντίπαλο. || ευαίσθητα, ευερέθιστα νεύρα: Aυτός δεν έχει νεύρα, δεν εκνευρίζεται. Σήμερα είναι όλο νεύρα / έχει διαρκώς τα νεύρα του, είναι εκνευρισμένος. 2. (μτφ.) η ζωτικότητα ενός ατόμου ή των ενεργειών του: Aυτό το παιδί είναι όλο ~, δεν κουράζεται ποτέ. Ο λόγος του / η σκέψη του έχει ~.
νευράκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. II: Mε τις φωνές σπας τα ~ του παιδιού. H κυρία έχει τα ~ της σήμερα. [Ι2: αρχ. νεῦρα (πληθ.)· Ι3: λόγ.(;) αρχ. σημ.· Ι1: λόγ. ελνστ. σημ.· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. nerfs]
- νεύρο το,
- βλ. νεύρον.
- νευρο- [nevro] & νευρό- [nevró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νευρ- [nevr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. (κυρίως ανατ., ιατρ.) με αναφορά στο νευρικό σύστημα: νευραλγία, νευρασθένεια, ~λογία, ~πάθεια· ~παθολόγος. 2. (ζωολ., παλαιοντ.) με αναφορά στην ύπαρξη νευρώσεωνII στο σώμα ζώων, εντόμων κτλ.: νευρόπτερα.
[λόγ. < γαλλ. névr(o)-, neur(o)- < νλατ. neur(o)- θ. του αρχ. ουσ. νεῦρο(ν) (στην ελνστ. σημ.) ως α' συνθ.: νευρ-αλγία, νευρο-λογία < γαλλ. névralgie, neurologie]
- νεύρο(ν) το· νευρό(ν).
-
- 1)
- α) Νεύρο, τένοντας:
- (Ορνεοσ. 58015), (Πεντ. Γέν. XXXII 33), (Πιστ. βοσκ. V 7, 108)·
- β) (εδώ) μυώνας:
- (Ασσίζ. 43017).
- α) Νεύρο, τένοντας:
- 2)
- α) Νεύρο, ίνα του νευρικού συστήματος·
- (σε παροιμ. φρ.):
- από του φόβου μου … οι μύξες νεύρα εγίνονταν (Συναξ. γαδ. 242)·
- (σε λογοπαίγνιο):
- (Φορτουν. Β́ 62)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- β) (στον πληθ.) το νευρικό σύστημα:
- εις κλαυθμόν άμα κινούνται και τα νεύρα τους χαλώσιν (Ερμον. Χ 334).
- α) Νεύρο, ίνα του νευρικού συστήματος·
- 3) Χορδή τόξου (από νεύρα ζώου):
- αν με δέσουν (ενν. τον Σαμψών) με νεύρα επτά, γίνομαι ώσπερ και τους άλλους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 182v).
- 4) Πέος (εδώ ζώου):
- (Διήγ. παιδ. 635, 650).
- 5) ?Είδος θαλασσινού:
- εσθίουσιν … οστρειδομυδίτσια και μετά νεύρων … κτένια και σωλήνας (Προδρ. IV 323 χφ H κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. νεύρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1)
- νευρογλοία η [nevroγlía] Ο25 : (ανατ.) η βασική ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
[λόγ. < γαλλ. névroglie < névro- = νευρο- + glie < ελνστ. γλοία `κολλώδης ουσία΄ (αρχ. γλοιός)]
- νευροκαβαλίκεμα το [nevrokavalíkema] Ο49 : (οικ.) μετατόπιση ή αναδίπλωση των μυών ή των τενόντων, που προκαλεί απότομο και δυνατό πόνο.
[νεύρ(ο)I2 -ο- + καβαλίκεμα]
- νευροκοπώ.
-
- Κόβω τα νεύρα, τους τένοντες (των ποδιών)·
- (συνεκδ.) κάνω να πέσει κάπ. κάτω σαν παράλυτος:
- τα φαριά τους έκρουεν … με τους καβαλαρίους και εισμιάς ενευροκόπαν (Αχιλλ. L 1003 (έκδ. Haag 1022: ενεφροκόπαν)).
- (συνεκδ.) κάνω να πέσει κάπ. κάτω σαν παράλυτος:
[μτγν. νευροκοπέω]
- Κόβω τα νεύρα, τους τένοντες (των ποδιών)·
- νευροληπτικός -ή -ό [nevroliptikós] Ε1 : για φάρμακο που ασκεί ηρεμιστική δράση στο νευρικό σύστημα. || (ως ουσ.) τα νευροληπτικά.
[λόγ. < γαλλ. neuroleptique < neuro- = νευρο- + αρχ. ληπτικός `αφομοιωτικός΄]
- νευρολογία η [nevrolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία του νευρικού συστήματος. || σύγγραμμα περί νευρολογίας.
[λόγ. < γαλλ. névrologie, neurologie < névro-, neuro- = νευρο- + -logie = -λογία]
- νευρολογικός -ή -ό [nevrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νευρολογία: Nευρολογική κλινική / εξέταση.
νευρολογικά ΕΠIΡΡ: Εξετάζω κπ. ~. [λόγ. < γαλλ. névrologique, neurologique < névrolog(ie), neurolog(ie) = νευρολογ(ία) -ique = -ικός]