Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεύρα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρά η [nevrá] Ο24 : χορδή τόξου από νεύρο ή από έντερο ζώου.

[λόγ. < αρχ. νευρά]

[Λεξικό Κριαρά]
νεύρα η.
  • Νεύρο·
    • (εδώ) μυώνας (βλ. και νεύρο(ν) 1β):
      • πληγήν εις τόπον θερμόν, … ως γιον ένι εις τον μυαλόν ή εις τας νεύρας (Ασσίζ. 17725).

[<ουσ. νεύρο(ν) με αλλαγή γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευραλγία η [nevraljía] Ο25 : δυνατοί πόνοι στην περιοχή κάποιου αισθητήριου νεύρου. || (ειδικότ.) πόνοι στην περιοχή του κεφαλιού ή του προσώπου: ~ του τριδύμου.

[λόγ. < γαλλ. névralgie < névr(o)- = νευρ(ο)- + -algie = -αλγία (πρβ. μσν. νευραλγία περίπου ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
νευραλγία η.
  • (Ιατρ.) πόνος των νεύρων, νευραλγία:
    • (Ιατροσόφ. 566).

[<ουσ. νεύρο(ν) + αρχ. β́ συνθ. ‑αλγία (<άλγος). Η λ. στον Κουμαν. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευραλγικός -ή -ό [nevraljikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη νευραλγία: ~ πόνος. Nευραλγικό σημείο, όπου ο πόνος του νεύρου είναι ιδιαίτερα έντονος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία ενός έργου, μιας διαδικασίας: Tο εξαγωγικό εμπόριο είναι ένας ~ τομέας της οικονομίας μας. Tοποθετήθηκαν ικανοί υπάλληλοι σε νευραλγικές θέσεις. Οι διασταυρώσεις είναι νευραλγικά σημεία για την κυκλοφορία.

[λόγ. < γαλλ. névralgique < névralg(ie) = νευραλγ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρασθένεια η [nevrasθénia] Ο27 : 1.(ιατρ.) πάθηση που οφείλεται σε εξασθένιση του νευρικού συστήματος και που εκδηλώνεται με σχετικά ήπιες ψυχικές διαταραχές και με σωματική ατονία. || (προφ.) μανία για κτ.: Έχει ~ με την καθαριότητα. 2. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι πολύ κουραστικό και εκνευριστικό: Tο να οδηγείς όταν έχει μεγάλη κυκλοφορία, είναι σκέτη ~. Παθαίνω ~, όταν τον ακούω να μιλάει.

[λόγ. < γαλλ. névrasthénie, neurasthénie < névr(o)-, neur(o)- = νευρ(ο)- + αρχ. ἀσθένεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρασθενής -ής -ές [nevrasθenís] Ε10 : που πάσχει από νευρασθένεια1· νευρασθενικός: Nευρασθενή άτομα. || (ως ουσ.) ο νευρασθενής: Kλινική για νευρασθενείς.

[λόγ. νευρασθέν(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευρασθενικός -ή / -ιά -ό [nevrasθenikós] Ε1, Ε2 : που πάσχει από νευρασθένεια1· νευρασθενής: ~ άνθρωπος. Nευρασθενική γυναίκα. || (ως ουσ.) ο νευρασθενικός.

[λόγ. < γαλλ. névrasthénique < névrasthén(ie) = νευρασθέν(εια) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες