Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεόκοπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεόκοπος -η -ο [neókopos] Ε5 : 1.Nεόκοπο νόμισμα, νέας κοπής. 2. (μτφ.) συνήθ. μειωτικά, για κπ. που είναι νέος σε ένα επάγγελμα ή που πρόσφατα υιοθέτησε μια ιδεολογία για ιδιοτελείς σκοπούς: ~ δημοκράτης.

[λόγ. < αρχ. νεόκοπος `πρόσφατα κομμένος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go