Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεόγαμβρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεόγαμβρος ο· νεόγαμπρος.
  • Αυτός που παντρεύτηκε πρόσφατα:
    • (Παράφρ. Χων. 677), (Συναδ. φ. 54v).

[<επίθ. νέος + ουσ. γαμβρός. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Τ. νιόγαμπρος στο Βλάχ. (λ. νειό) και σήμ. Η λ. στο Steph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες