Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεωτεριστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτεριστικός -ή -ό [neoteristikós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει ο νεωτερισμός· νεωτερικός: Nεωτεριστικές ιδέες / τάσεις / μέθοδοι. νεωτεριστι κά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. νεωτεριστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go