Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεωτεριστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτεριστής ο [neoteristís] Ο7 θηλ. νεωτερίστρια [neoterístria] Ο27 : αυτός που εγκαταλείπει τις παλιές αντιλήψεις, τις παλιές μεθόδους και δέχεται ή χρησιμοποιεί νέες: Nεωτεριστές που προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο και που έρχονται σε αντίθεση με τους συντηρητικούς. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός.

[λόγ. < ελνστ. νεωτεριστής· λόγ. νεωτερισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go