Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεωτερισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερισμός ο [neoterizmós] Ο17 : I.υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων: Εισάγω (τολμηρούς) νεωτερισμούς στην παιδεία / στην τέχνη / στη διοίκηση, καινοτομίες. II. (παρωχ., συνήθ. πληθ.) για είδη αντρικού ή γυναικείου ρουχισμού, της τελευταίας μόδας. || ως τίτλος εμπορικού καταστήματος που πουλάει είδη εξωτερικού ρουχισμού: Kατάστημα νεωτερισμών.

[λόγ.: I: αρχ. νεωτερισμός (κυρ. στην πολιτική, συνήθ. μειωτ.)· II: σημδ. γαλλ. nouveauté (πληθ. -és)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go