Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρός ο [nefrós] Ο17 : (λόγ., ιατρ.) νεφρό: Δεξιός / αριστερός ~. Tεχνητός* ~. Mεταμόσχευση / αφαίρεση / πτώση νεφρού.
[λόγ. < αρχ. νεφρός (δες στο νεφρό)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρός ο.
-
- 1) (Συν. στον πληθ.) νεφρά:
- (Ιατροσ. κώδ. ί, λδ́)·
- φρ. καταλύω τους νεφρούς κάπ. = εξασθενίζω, καταβάλλω κάπ.:
- (Σπαν. (Μαυρ.) P 467).
- 2)
- α) (Στον πληθ.) η περιοχή του σώματος γύρω από τα νεφρά, η οσφύς·
- (εδώ) τα ισχία:
- ήτον … υπόστεγνος (ενν. ο Διγενής) και εγνώθουντα οι νεφροί του (Διγ. Esc. 774)·
- (εδώ) τα ισχία:
- β) (προκ. για ζώο):
- σπαθέαν καταβατήν εις τους νεφρούς (ενν. του ίππου) (Διγ. Z 3667).
- α) (Στον πληθ.) η περιοχή του σώματος γύρω από τα νεφρά, η οσφύς·
- 3) (Μεταφ.) έδρα του επιθυμητικού:
- τον κριτήν … τόν εξετάζει τους νεφρούς ανθρώπων και καρδίας (Αλφ. 14100· Ερμον. Γ 17).
[αρχ. ουσ. νεφρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Συν. στον πληθ.) νεφρά:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφροστάτης ο.
-
- Αυτός που εμποδίζει τη λειτουργία των νεφρών:
- κούκκον τον νεφροστάτην (Πωρικ. II 55).
[<ουσ. νεφρό(ν) + ‑στάτης]
- Αυτός που εμποδίζει τη λειτουργία των νεφρών:



