Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρί το [nefrí] Ο43 : (λαϊκότρ.) νεφρό.
[μσν. νεφρί < ελνστ. νεφρίον υποκορ. του αρχ. νεφρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρί το.
-
- 1) Νεφρό:
- (Πεντ. Έξ. XXIX 22).
- 2) Το εσωτερικό καρπού (εδώ προκ. για το αλεύρι):
- με πάχος νεφριά σιταριού (αυτ. Δευτ. XXXII 14 (έκδ. νέ‑)).
[μτγν. ουσ. νεφρίον. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ.]
- 1) Νεφρό:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφριακός, επίθ.
-
- Που πάσχει από ασθένεια των νεφρών·
- (εδώ ως ουσ.):
- (Ιατροσόφ. 5518).
- (εδώ ως ουσ.):
[<ουσ. νεφρό + κατάλ. ‑ιακός]
- Που πάσχει από ασθένεια των νεφρών·
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρικία η.
-
- Ασθένεια των νεφρών:
- (Ιατροσόφ. 898).
[<επίθ. νεφρικός + κατάλ. ‑ία]
- Ασθένεια των νεφρών:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεφρικός, επίθ.
-
- Που έχει σχέση με τα νεφρά·
- (εδώ προκ. για φυτό) ?που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά:
- Κορίζιον νεφρικόν (Ορνεοσ. αγρ. 56921).
- (εδώ προκ. για φυτό) ?που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά:
[μτγν. επίθ. νεφρικός. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει σχέση με τα νεφρά·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρικός -ή -ό [nefrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νεφρό ή στα νεφρά: Nεφρική αρτηρία. Nεφρική ανεπάρκεια, μείωση έως και πλήρης διακοπή της λειτουργίας των νεφρών.
[λόγ. < ελνστ. νεφρικός σφαλερή γραφή του αρχ. νεφριτικός `που αναφέρεται στα νεφρά΄, ελνστ.: `που πάσχει από νεφρίτιδα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρίτης ο [nefrítis] Ο10 : είδος σκληρού ορυκτού που το χρώμα του ποικίλλει από ανοιχτό έως σκούρο πράσινο.
[λόγ. < γερμ. Nephrit < αρχ. νεφρ(ός) -it = -ίτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφρίτιδα η [nefrítiδa] Ο28 : φλεγμονή των νεφρών: Οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. < αρχ. νεφρῖτις, αιτ. -ιδα]



