Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφελοειδής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νεφελοειδής, επίθ.
  • Που μοιάζει με σύννεφο·
    • (εδώ πιθ. στο χρώμα = σκουρόχρωμος;):
      • όφιν τον νεφελοειδή (Σταφ., Ιατροσ. 2622‑3).

[αρχ. επίθ. νεφελοειδής. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεφελοειδής -ής -ές [nefeloiδís] Ε10 : 1.(λόγ.) που μοιάζει με σύννεφο. 2. (αστρον.) νεφελοειδείς (αστέρες), νεφελώματα.

[λόγ.: 1: ελνστ. νεφελοειδής· 2: σημδ. γαλλ. nébuleuse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες