Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεφέλωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεφέλωμα το [neféloma] Ο49 : 1.(αστρον.) μάζα αερίων και στερεών σωματιδίων που φαίνεται με το τηλεσκόπιο σαν γαλακτώδες σύννεφο: Γαλαξιακά / πλανητικά νεφελώματα. 2. (μτφ.) για ιδέα, σκέψη που είναι ασαφής και συγκεχυμένη: Iδεολογικά νεφελώματα.

[λόγ. νεφέλ(η) -ωμα μτφρδ. γαλλ. nébuleuse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go