Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νευροκαβαλίκεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευροκαβαλίκεμα το [nevrokavalíkema] Ο49 : (οικ.) μετατόπιση ή αναδίπλωση των μυών ή των τενόντων, που προκαλεί απότομο και δυνατό πόνο.

[νεύρ(ο)I2 -ο- + καβαλίκεμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go