Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νευρογλοία η [nevroγlía] Ο25 : (ανατ.) η βασική ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
[λόγ. < γαλλ. névroglie < névro- = νευρο- + glie < ελνστ. γλοία `κολλώδης ουσία΄ (αρχ. γλοιός)]



