Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νευραλγικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νευραλγικός -ή -ό [nevraljikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη νευραλγία: ~ πόνος. Nευραλγικό σημείο, όπου ο πόνος του νεύρου είναι ιδιαίτερα έντονος. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία ενός έργου, μιας διαδικασίας: Tο εξαγωγικό εμπόριο είναι ένας ~ τομέας της οικονομίας μας. Tοποθετήθηκαν ικανοί υπάλληλοι σε νευραλγικές θέσεις. Οι διασταυρώσεις είναι νευραλγικά σημεία για την κυκλοφορία.

[λόγ. < γαλλ. névralgique < névralg(ie) = νευραλγ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go