Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νετρόνιο το [netrónio] Ο40 : στοιχειώδες σωματίδιο της ύλης χωρίς ηλεκτρικό φορτίο, που είναι συστατικό των ατόμων όλων των στοιχείων εκτός του υδρογόνου· ουδετερόνιο: Οι πυρήνες των ατόμων αποτελούνται από πρωτόνια και νετρόνια. Bόμβα νετρονίου, πυρηνικό όπλο που στηρίζεται στη σύντηξη και όχι στη σχάση και που όταν πυροδοτείται παράγει πολύ μεγάλη ακτινοβολία και σχετικά λίγες εκρήξεις.
[λόγ. < αγγλ. neutron (< neutral `ουδέτερο΄) -ιον ή μέσω του γαλλ. neutron]



