Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νες
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νες το [nés] & νες ο [nés] Ο (άκλ.) : νεσκαφέ, συνήθ. στη σημ. β: Φέρε μου, σε παρακαλώ, ένα ~ γλυκό με γάλα.

[< νεσκαφέ με αποβ. του β' συνθ.· αρσ. κατά το καφές]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσεσέρ το [nesesér] Ο (άκλ.) : 1.μικρή, συνήθ. δερμάτινη, θήκη με τα απαραίτητα σύνεργα: α. για την περιποίηση των χεριών, του προσώπου κτλ. β. για το ράψιμο. 2. θήκη με διάφορα εργαλεία για μικροεπισκευές.

[λόγ. < γαλλ. nécessaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεσκαφέ το [neskafé] Ο (άκλ.) : α.καφές στιγμιαίας παρασκευής σε κόκκους ή σε σκόνη, προϊόν μιας συγκεκριμένης εταιρείας: Ένα κουτί / φακελάκι ~. || (επέκτ.) στιγμιαίος καφές οποιασδήποτε εταιρείας. β. ρόφημα από νεσκαφέ, διαλυμένο σε νερό: Zεστό / παγωμένο ~.

[γαλλ. Nescafé σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεστοριανισμός ο [nestorianizmós] Ο17 : η διδασκαλία του αιρετικού πατριάρχη Nεστόριου.

[λόγ. < μσνλατ. nestorianismus (-ismus = -ισμός) < nestorianus `οπαδός του Νεστόριου΄ < ελνστ. όν. Νεστόριος (πρβ. ελνστ. νεστοριασμός ίδ. σημ., νεστοριανίζω `ασπάζομαι τις ιδέες των Νεστοριανών΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
νεστοριανός ο.
  • Οπαδός της αίρεσης του Νεστορίου (συν. στον πληθ.):
    • (Ασσίζ. 23611
    • λέγουσι τινές ότι και ο καλόγηρος οπού εδίδαξε τον Μωάμεθ να ήτον νεστοριανός (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 279).

[<κύρ. όν. Νεστόριος + κατάλ. ‑ιανός. Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
νεστόριος ο· νεστούρης· νεστούριος· νιστούριος· νουστούρης· πληθ. νεστορίοι· νεστούροι.
  • Νεστοριανός:
    • (Ασσίζ. 87
    • υποκάτωθεν αυτού (ενν. του Γολγοθά) τυγχάνουν εκκλησίαι, νεστόριοι, Χαμπέσιοι, … Κόπται (Προσκυν. Εθν. βιβλ. 2043 400).

[κύρ. όν. Νεστόριος ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Nέστωρ ο [néstor] Ο γεν. Nέστορα : 1.ομηρικός βασιλιάς της Πύλου, ο γηραιότερος και σοφότερος από τους αρχηγούς που πήραν μέρος στον Tρωικό Πόλεμο. 2. (μτφ.) ο πιο ηλικιωμένος και πιο συνετός μέσα σε μια κοινότητα, σε ένα σύνολο ατόμων: Είναι ο ~ της πολιτικής.

[λόγ. < αρχ. Νέστωρ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go