Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερούλιασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νερούλιασμα το [nerúlazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νερουλιάζω. 1. Tο ~ της σούπας / της σάλτσας. 2. Tο ~ των χεριών / των ποδιών. ΦΡ το ~ του μυαλού, το ξεμώραμα.

[νερουλιασ- (νερουλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες