Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροκουβαλητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεροκουβαλητής ο [nerokuvalitís] Ο7 : (μειωτ.) αυτός που προσφέρει τις υπηρεσίες του για να πετύχει κάποιος άλλος στην πολιτική ή άλλη σταδιοδρομία του χωρίς ο ίδιος, φαινομενικά τουλάχιστο, να αποκομίζει κάποιο κέρδος.

[μσν. νεροκουβαλητής `αυτός που κουβαλάει νερό΄ < νερο- + κουβαλητής]

[Λεξικό Κριαρά]
νεροκουβαλητής ο· νεροκουβαλήτης.
  • Αυτός που μεταφέρει νερό:
    • Καλλιμάχου του μισθαργού, του κηπουρού, του νεροκουβαλήτου (Καλλίμ. 1672).

[<ουσ. νερόν + κουβαλητής. Η λ. στο Somav. και σήμ. μεταφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες