Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροζούμι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεροζούμι το [nerozúmi] Ο44 : (οικ.) νερουλό και άνοστο φαγητό· νερόπλυμα1, νερομπούλι.

[νερο- + ζουμ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες