Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεροδεσιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεροδεσιά η [neroδesxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) φράγμα που σταματά τη ροή του νερού ή την εμποδίζει να κυλήσει σε άλλο αυλάκι.

[νερο- + δεσιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go