Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροβάρελο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεροβάρελο το [nerovárelo] Ο41 : βαρέλι όπου μαζεύουν νερό.

[νερο- + βαρέλ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες