Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεραϊδογεννημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεραϊδογεννημένος -η -ο [neraiδojeniménos] Ε3 : που τον γέννησε νεράιδα. || (επέκτ.) πολύ όμορφος.

[νεράιδ(α) -ο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες