Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεραντζά η,
- βλ. νεραντζέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- νεραντζάτος, επίθ.· νερατζάτος.
-
- Που έχει το χρώμα του νεραντζιού, πορτοκαλής:
- νερατζάτα … ρούχα (Ερωτόκρ. Β́ 167).
[<ουσ. νεράντζι + κατάλ. ‑άτος· πβ. ιταλ. (a)ranciato. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει το χρώμα του νεραντζιού, πορτοκαλής:



