Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεράκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νεράκι το.
  • Νερό (υποκορ.):
    • δώσ’ με κούπα νεράκι (Συναξ. γυν. 388
    • βρύσες με κρύα νεράκια (Διγ. O 2033).

[<ουσ. νερό(ν) + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go