Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοφώτιστος -η -ο [neofótistos] Ε5 : 1.(συνήθ. ως ουσ.) που μόλις βαφτίστηκε. || (ως ουσ.): Tι όνομα δώσατε στη νεοφώτιστη; 2. (μτφ.) που έγινε πρόσφατα οπαδός μιας ιδεολογίας: Tα νεοφώτιστα μέλη της οργάνωσης. || (ως ουσ.) ο νεοφώτιστος: Έχει το ζήλο του νεοφώτιστου.
[λόγ. < ελνστ. νεοφώτιστος (στη σημ. 1)]



