Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεοφύτευτος, επίθ.
-
- Που φυτεύτηκε πρόσφατα:
- δένδρον νεοφύτευτον (Διγ. Ζ 2625).
[<νεο‑ + φυτεύω. Η λ. στο Somav. (λ. νεόφυτος)]
- Που φυτεύτηκε πρόσφατα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<νεο‑ + φυτεύω. Η λ. στο Somav. (λ. νεόφυτος)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |