Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοφύτευτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεοφύτευτος, επίθ.
  • Που φυτεύτηκε πρόσφατα:
    • δένδρον νεοφύτευτον (Διγ. Ζ 2625).

[<νεο+ φυτεύω. Η λ. στο Somav. (λ. νεόφυτος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες