Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοφερμένος -η -ο [neoferménos] Ε3 : που έχει έρθει πρόσφατα σε έναν τόπο ή σε μια υπηρεσία: Πήγε να καλωσορίσει τους νεοφερμένους συναδέλφους του. || (ως ουσ.) ο νεοφερμένος.
[λόγ. νεο- + φερμένος μππ. του φέρνω]



