Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεοφανής
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νεοφανής, επίθ.
  • Που εμφανίστηκε πρόσφατα·
    • (εδώ προκ. για νεομάρτυρες):
      • οι νεοφανείς τεσσαράκοντα δύο μάρτυρες … εις το Αμόριον (Ιστ. Βατοπ. 38).

[<νεο + ‑φανής (<φαίνομαι). Η λ. τον 5. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go