Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεοσύλλεκτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεοσύλλεκτος ο [neosílektos] Ο20α : χαρακτηρισμός στρατιώτη που μόλις κατατάχτηκε στο στρατό και για όσο χρόνο διαρκεί η βασική του εκπαίδευση: Kέντρο νεοσυλλέκτων.

[λόγ. < ελνστ. νεοσύλλεκτος `που έχει συλλεγεί πρόσφατα΄ σημδ. γαλλ. nouvelles recrues (πληθ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go