Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεοσσεύω· νοσσεύω· νοσσιεύω.
-
- α) (Προκ. για πτηνό) κάνω φωλιά, φωλιάζω:
- (Φυσιολ. B 85)·
- β) (μεταφ.) κατοικώ:
- εισέρχεται (ενν. ο διάβολος) και προς αυτόν (ενν. τον άνθρωπο) νοσσιεύει (Φυσιολ. (Zur.) XXIII10).
[αρχ. νεοσσεύω - νοσσεύω]
- α) (Προκ. για πτηνό) κάνω φωλιά, φωλιάζω: