Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεοπλατωνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεοπλατωνικός -ή -ό [neoplatonikós] Ε1 : που αναφέρεται στο νεοπλατωνισμό ή ακολουθεί τη θεωρία του νεοπλατωνισμού: Nεοπλατωνική φιλοσοφία. ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) ο νεοπλατωνικός, οπαδός του νεοπλατωνισμού· νεοπλατωνιστής: Ο σπουδαιότερος ~ είναι ο Πλωτίνος.

[λόγ. < γαλλ. néo-platonicien < néo- = νεο- + platonicien = πλατωνικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go