Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεοπλασία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεοπλασία η [neoplasía] Ο25 : (βιολ.) σχηματισμός νέου ιστού. || ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων, συνήθ. κακοήθους μορφής.

[λόγ. < γαλλ. néoplasie < néo- = νεο- + -plasie = -πλασία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go