Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεοδιόριστος -η -ο [neoδióristos] Ε5 : που έχει διοριστεί πρόσφατα, συνήθ. στο δημόσιο: Nεοδιόριστοι φιλόλογοι. || (ως ουσ.) ο νεοδιόριστος: Οι μισθοί των νεοδιορίστων.
[λόγ. νεο- + διορισ- (διορίζω) -τος]



