Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεοδίδακτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεοδίδακτος, επίθ.
  • Που έχει πρόσφατα διδαχτεί κ.:
    • οι νεοδίδακτοι δόκιμοι, ιερείς και καλόγεροι (Χριστ. διδασκ. 464).

[<νεο + διδάσκω· πβ. και το μτγν. επίθ. νεοδίδακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες